- διέρρηξαν
- διαρρήγνυμιbreak throughaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαρρηγνύω — και διαρρήχνω διάρρηξα και διέρρηξα, διαρρήχτηκα, διαρρηγμένος, παραβιάζω με τη βία, σχίζω κάτι: Το σπίτι μας το διέρρηξαν κλέφτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)